Πέμπτη 7 Αυγούστου 2014


Μέρες, για να μην πω μήνα και, παρακολουθώ το απέναντι μπαλκόνι. Από την Άνοιξη ένα ζευγάρι περιστέρια το είχαν «καταπατήσει», το κάναν ερωτική φωλιά και αργότερα σπιτικό για τα μωρά τους. Βρήκαν μια γλάστρα. Εκεί κλώσησε η περιστέρα τα αυγά της κι από κει «ξετρύπωσαν» τα πιτσουνάκια. Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, το μεγάλωμα των πρώτων πουλιών δεν το παρακολούθησα επισταμένα, αντίθετα, η δεύτερη «γέννα» με έκανε να τα προσέξω περισσότερο.
Ένα από τα δύο «μωρά» της δεύτερης ωοτοκίας είχε κάτι που μου τράβηξε την προσοχή. Ενώ το ένα μεγάλωνε κανονικά – και ξαφνικά το έχασα, προφανώς κατάφερε να πετάξει με τα δικά του φτερά – το άλλο ήταν λίγο «κάπως». Μπασμένο, να το πω, καχεκτικό, να το πω…, πάντως έδειχνε πως δε μεγάλωνε «σωστά». Έτσι κι έγινε η πρώτη μου φροντίδα κάθε πρωί, πριν καν πιω την πρώτη γουλιά του καφέ μου. Έβλεπα τους δυο γονείς να έρχονται να το ταΐζουν, αυτό να προσπαθεί ν’ ανοίξει τα φτερά του και να μην τα καταφέρνει να πετάξει… Και αυτό το δρομολόγιο γινόταν όλη μέρα, κάθε μέρα. Και παρακολουθούσα το μεγάλωμά του, αφήνοντάς με έκπληκτη η επιμονή του μικρού να χώνει το ράμφος του στο στόμα της μάνας ή του πατέρα κι εκείνοι να μην έχουν κάτι άλλο να του δώσουν, να δυσανασχετούν, ν’ ανεβαίνουν στο κάγκελο κι αυτό να προσπαθεί να τους φτάσει, μάταια όμως.
Ένα πρωινό, μετά που ταΐστηκε και ανέβηκαν πια οι γονείς του και πάλι στο ψηλό κάγκελο του μπαλκονιού, αυτό προσπάθησε και κατάφερε ν’ ανέβει στο μαρμάρινο περβάζι του! Κατέβαινε, έκανε μια βόλτα και ξανά εκεί. Ήταν το καινούριο του επίτευγμα! Κατάφερε, μάλιστα, να περνά και το κεφαλάκι του από το χαμηλότερο άνοιγμα στο κάγκελο! Και παρακολουθούσε την «κίνηση» και περίμενε πότε θα έρθουν να το ξαναταΐσουν. Μάλιστα, ενώ η «βόλτα» του ήταν στην αρχή ενός μέτρου απόσταση, τελευταία περνοδιάβαινε και στο διπλανό μπαλκόνι! Όπου το ίδιο απόγεμα το βλέπω να ξεθαρρεύει και να πηγαίνει κι από τη μπροστινή μεριά, αφού το διαμέρισμα είναι γωνιακό.
Την άλλη μέρα το πρωί αναζήτησα το «φιλαράκο» μου. Δεν τον είδα πουθενά. Έψαξα με τη ματιά μου όλη την πρόσοψη. Άφαντος. Σκέφτηκα πως μπορεί να είναι στο μπροστινό μπαλκόνι και δεν έδωσα μεγάλη σημασία. Πέρασε ώρα αρκετή. Μπαινόβγαινα μήπως τον δω, ώσπου βλέπω να καταφθάνουν τα γονικά του κάποια στιγμή. Στην αρχή, όπως κάθε φορά, στο ψηλότερο κάγκελο και μετά να κατεβαίνουν στο μωσαϊκό, εκεί που τον συναντούν πάντοτε και γίνεται όλη η «ιεροτελεστία» του ταΐσματος. «Νάτο,» σκέφτηκα, «τώρα θα αρχίσει το “κυνήγι” πότε στον ένα γονιό, πότε στον άλλο, μέχρι να χορτάσει…» και περίμενα ν’ απολαύσω τη σκηνή, μια σκηνή που μου έφτιαχνε τη μέρα… Βλέπω την περιστέρα με το ταίρι της να περνοδιαβαίνουν στην αρχή το κάγκελο απ’ άκρη σ’ άκρη, μετά να «προσγειώνονται» στο μπαλκόνι, στο γνωστό σημείο που το έβρισκαν, και να το ψάχνουν. Πήγαν στις γλάστρες - την παλιά φωλιά – κοίταζαν από δω, κοίταζαν από κει, έψαχναν και οι δύο, συναντιόνταν, χτυπώντας μεταξύ τους τα ράμφη τους, προφανώς «μιλούσαν» τη γλώσσα τους που προσπαθούσα κι εγώ να καταλάβω. Και πάλι ο ένας από δω, η άλλη από κει. Συναντιόνταν, ένωναν πάλι τα ράμφη τους και ξανά ψάξιμο. Πανικόβλητα. Έμειναν για ώρα κάτω, κάνοντας βόλτες δώθε-κείθε, πουθενά το πιτσούνι τους. Ανέβηκαν στα κάγκελα. Κοίταζαν από δω, κοίταζαν από κει, τίποτα… Είχαν χάσει το παιδί τους κι εγώ το φιλαράκο μου;
Μετά από λίγο πέταξαν μακριά και ύστερα από κάμποση ώρα που ξαναβγήκα στο μπαλκόνι, τα είδα πάλι εκεί…, να ψάχνουν. Δεν ξέρω αν σε μένα φάνηκε, αλλά νομίζω πως κι εκείνα είχαν αγωνία. Και κάθε τόσο νόμιζα πως θα έβλεπα τον «πιτσιρικά» να ξεπροβάλει από κάπου, αλλά, καταπώς φάνηκε, το νόμισμά μου ήτανε κάλπικο… Αυτό το πήγαινε-έλα κράτησε όλη τη μέρα. Είχα, σχεδόν, εγκαταλείψει τις δουλειές μου και περίμενα κι εγώ με αγωνία πότε θα ξεπροβάλλει το «άταχτο» αυτό «παιδί». Μάταια, όμως. Είχε πια σκοτεινιάσει και τα πουλιά είχαν πάει να κουρνιάσουν. Πίστευα, ή ήθελα να πιστεύω μάλλον, πως την άλλη μέρα θα τον έβλεπα να σουλατσάρει αγέρωχος κει απαιτητικός, γι’ αυτό και με το που χάραξε, ήμουν στο μπαλκόνι μου.
Άδικος κόπος. Ο «φιλαράκος» δεν εμφανίστηκε ξανά, αλλά και τα γονικά του αραίωσαν τις επισκέψεις τους. Αλήθεια, πόσο πολύ ήθελα να τον δω και πάλι να τριγυρνά στο μπαλκόνι «του», να ζητά με πείσμα το τάισμά του, να ανοίγει τα φτερά του που ήταν διπλάσια από το σώμα του… Πόσο θα ήθελα να ήμουν εκεί όταν θα έκανε την πρώτη του πτήση, να τον ξεπροβοδήσω, να του ευχηθώ να έχει καλές πτήσεις…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου