Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2015

Για την Μάννα
Μάννα. Μια λέξη μαγική. Μια λέξη τόσο συμμετρική και εύηχη. Δύο άλφα και δύο «μαλακά» σύμφωνα. Το μι, το πρώτο σύμφωνο που αρθρώνουμε από την βρεφική ηλικία και το ένρινο νι -διπλό- που μοιάζει σαν να βγαίνει απ’ την ψυχή.
Νοιώθω ευλογημένη και γι’ αυτό Σ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, Μάννα!!!
Ευλογήθηκα από Εκείνον να είμαι κοντά σου μέχρι το τέλος. Ευλογήθηκα να σου κρατώ το χέρι, μέχρι να έρθει ο Άγγελός σου να σε πάρει. Ευλογήθηκα να παίρνω καθημερινά την ευχή σου, αλλά μου έκανες και το τελευταίο σου δώρο: την ύστατη πνοή σου. Όσο σε στερήθηκα στα μικράτα μου, τόσο σε «χόρτασα» μεγάλη. Η μάννα ποτέ δεν χορταίνεται, γιατί και γέρος να είσαι, πάλι «Ωχ, μάννα μου» θα πεις.
Σε σένα χρωστάω την ύπαρξή μου. Σε σένα χρωστάω αυτό που είμαι σήμερα. Εσύ, ο πατέρας και η μαμά-Βέρα με κάνατε τον άνθρωπο που είμαι. Δεν μπορώ να σας μοιράσω τα εύσημα ή τα άσχημα. Κάτι πήρα από τον ένα, λίγο από την μία και λίγο από την άλλη, ιδού το δημιούργημά σας. Και οι δύο μανάδες, σαν σε συντονισμό, η μία έσπερνε κι η άλλη καλλιεργούσε!
Σ’ ευχαριστώ, μάννα, που μου έμαθες τι θα πει αφοσίωση. Αυτή σου η αφοσίωση στην μετεφηβική μου ηλικία με είχε θυμώσει, αλλά, μεγαλώνοντας, κατάλαβα πόσο σημαντική είναι. Μ’ έμαθες να είμαι δυνατή, μ’ έμαθες να έχω υπομονή, μ’ έμαθες ν’ αγαπάω με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, μ’ έμαθες…, μ’ έμαθες… Αλήθεια, πόσα μ’ έμαθες και σου χρωστάω… Σου χρωστάω πολλά, που δεν αρκούν δύο ζωές για να σου τα ξεπληρώσω. Ακόμα και με το φευγιό σου μου έμαθες τόσα…
Κάποτε είχα διαβάσει πως όταν γεννιέται ο άνθρωπος, κλαίει γιατί πονά -κάτι που σαν βρέφη δεν κρατάμε στη μνήμη- και πως τον ίδιο πόνο βιώνει και όταν φεύγει. Άλλοτε ο πόνος αυτός, ο τελευταίος, είναι στιγμιαίος και οξύς κι άλλοτε γίνεται σταδιακά και βασανιστικά, μ’ ένα πήγαινε-έλα στη γνώση και την άγνοια. Κι εσύ, ακόμα και τούτες τις ώρες, μου έδειξες τη δύναμη, την αθόρυβη δύναμη που έκρυβες επιμελημένα όλα αυτά τα χρόνια. Κονταροχτυπήθηκες παλληκαρίσια με τον χάροντα, που σε κέρδισε τελικά σε μια άνιση μάχη, αφού εκείνος, αιώνες τώρα, παραμένει αγέραστος και σφριγηλός κι εσύ κουβαλούσες 9 δεκαετίες στην πλάτη.
Ευλογημένοι όσοι φεύγουν από τούτη τη ζήση με μιαν ανάσα, όπως ο πατέρας. Μα πιο ευλογημένοι αυτοί που ζουν πλάι σ’ εκείνον που παλεύει να φύγει ή να κρατηθεί. Μόνο τούτες τις ώρες μπορεί να καταλάβει ο άνθρωπος το μεγαλείο της ζωής.
Να κάθεσαι κοντά του, να του κρατάς το χέρι, να του λες λόγια αγάπης, να τον προτρέπεις να φύγει για ν’ αναπαυθεί. Να ξέρεις ότι νοιώθει την παρουσία σου, την αγάπη σου… Να νοιώθει πως ό,τι πρόσφερε κι εκείνος στο διάβα του, του αναγνωρίστηκε. Ν’ ακούς τον επιθανάτιο ρόγχο, να θες να φωνάξεις, να θες να κλάψεις, να θέλεις, ακόμα και να θυμώσεις, αλλά να σφίγγεις τα δόντια και να βγάζεις μόνο αγάπη από μέσα σου, αγάπη και φροντίδα…
Από τα 10 σου χρόνια που ορφάνεψες από πατέρα, ήσουν το παιδί που δεν ήθελε να στενοχωρεί κανένα. Προσπαθούσες να περνάς απαρατήρητη. Στον γάμο σου στάθηκες βράχος γρανιτένιος, αφού κατόρθωσες να δαμάσεις, κυριολεκτικά, αυτό το πλάσμα που λεγόταν Φωκίων. Στα παιδιά σου στάθηκες η μάννα που αγωνιούσε να υπάρχουν ισορροπίες. Στα αδέλφια, στους συγγενείς, μα και στους φίλους, βρισκόσουν πάντα εκεί που σε είχαν ανάγκη. Και πάντοτε με έναν καλό λόγο για τον καθένα κι εκείνο το καλοσυνάτο κι από καρδιάς χαμόγελο.
Έχω περάσει τα 60 και δεν σ’ έχω ακούσει ούτε μία φορά να πεις κακή κουβέντα για κανένα. Ακόμα και για κείνους που σε πόνεσαν, εκείνους που σε πλήγωσαν, δεν είχες να πεις κακό λόγο. Το πολύ-πολύ να εκφράσεις κάποιο παράπονο, τίποτα παραπάνω.
Τα τελευταία 20 χρόνια που ζήσαμε μαζί ουσιαστικά και κάτω από την ίδια στέγη, μετά που έφυγε ο πατέρας, στάθηκες και πάλι γρανιτένιος βράχος δίπλα μας. Πικράθηκες, χωρίς να πικράνεις κανένα. Αντίθετα, με κείνο το καλοσυνάτο χαμόγελό σου κέρδισες όσους σε γνώρισαν. «Η Κυρία Μαρία», η «γιαγιούλα» όλων.
Φίλοι κι οι γνωστοί μου εύχονται να σε θυμάμαι και να θυμάμαι τις καλές στιγμές. Ψάχνω να βρω κακές στιγμές μαζί σου, μα δεν τις βρίσκω πουθενά. Στ’ αυτιά μου ηχούν οι ευχές σου και στα μάτια μου βλέπω εκείνο το χαμόγελό σου.
Ανάγκη σε είχαμε. Ανάγκη δεν μας είχες. Ο Φωκίων σου οικονομικά σε είχε τακτοποιήσει κι έτσι, ακόμα και γι’ αυτό σου ταξίδι, το μόνο που μας επιβάρυνες -η καθημερινή σου αγωνία- είναι ο πόνος του φευγιού σου, η απουσία σου. Ξαφνικά άδειασε η καρέκλα και το κρεβάτι σου και όταν φεύγουμε από το σπίτι, δεν υπάρχει κανείς να μας πει: Στο καλό, παιδί μου. Στο καλό και με την ευχή μου…
Ξέρω, ακούγεται εγωιστικό όλο αυτό για μιαν ενεννηντάχρονη, όταν υπάρχουν παιδιά που ή δεν πρόλαβαν να γνωρίσουν την μάννα ή ορφάνεψαν σε τρυφερή ηλικία. Τα νεκροταφεία είναι γεμάτα τάφους παιδιών, νέων και νεαρών. Ας μου το συγχωρήσουν οι συγγενείς, αλλά ΟΦΕΙΛΑ δυο λόγια και για τούτη τη σπουδαία γυναίκα, για τούτη τη μάννα, που είχα την ευλογία και την τύχη να είναι η δική μου ΜΑΝΝΑ!!!
Κράτα τον παππού ζωντανό
Αναρτήθηκε στο "τοβιβλίο.net" 20.01.2015
Ξεκίνησα να γράφω τον λόγο που ήθελα να κρατήσω τον παππού ζωντανό. Σκέφτηκα πως είναι ο μόνος, μη λέω και υπερβολές, αλλά συμβάλλει κι εκείνος, που μπορεί να βοηθήσει οικονομικά. Σπουδαίο γεγονός η σύνταξη του παππού! Πετσοκομμένη, αλλά σημαντική! Είναι ένα βοήθημα στην οικογένεια του 2014. Και τι ζητάει ο δόλιος; Ένα πιάτο φαΐ, λίγη κουβέντα, λίγη αγάπη και φροντίδα και όλα τέλεια. Και μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, να η σύνταξη να πληρώσουμε τα κοινόχρηστα ή να «τσοντάρουμε» στο ρεύμα! Ε, και λίγο χαρτζιλίκι στον καθένα μας! Δεν είναι και κανένα υπέρογκο ποσό, αλλά ένα πεντακοσάρικο το μήνα, δεν μας κακοπέφτει! Λίγα από δω, λίγα από κει, να η ακρίβεια, να η τετράωρη απασχόληση, κάτι κάνει κι ο παππούς!
Έτσι είπα να ξεκινήσω, χαριτολογώντας, τάχα μου – τάχα μου, με μπόλικη αλήθεια, πολλή πίκρα και μεγάλη αγανάκτηση. Μα για μένα ο παππούς δεν είναι η σύνταξή του. Για μένα ο παππούς είναι ένας ολόκληρος κόσμος. Ένας κόσμος με ιστορίες, γεγονότα, αγάπες και αγώνες.
Πάντα μου άρεσε να τον ακούω, ακόμα και τώρα που ζει στον δικό του υπέροχο κόσμο. Από τότε που έφυγε η γιαγιά κι έμεινε μονάχος, όπως έλεγε κι ας ήμαστε όλοι γύρω του, μέρα με τη μέρα αποφάσιζε να απομακρύνεται…
Θυμάμαι όταν διάβαζα, που ήθελε να τα λέω φωναχτά, ειδικά την ιστορία.
- Δεν ντρέπονται να γράφουν ψέματα; Δεν ντρέπονται να σας μαθαίνουν τη μισή αλήθεια; Θυμάσαι τότε στο δημοτικό που παίξατε το Μεγάλο Τσίρκο του Καμπανέλλη; Αυτή είναι η πραγματική ιστορία μας. Εκεί, με δύο λόγια -που λέει ο λόγος- αυτός ο μεγάλος συγγραφέας και άνθρωπος, παρουσιάζει γλαφυρά την ελληνική ιστορία.
- Παππού, ξέρεις πως από τότε άρχισε να μου αρέσει αυτό το μάθημα;
- Άκουσε, παλληκάρι μου. Η ιστορία ενός τόπου δεν είναι ένα απλό μάθημα, αλλά μάθημα ζωής. Όποιος δεν ξέρει την ιστορία του τόπου του, δεν ανήκει σε αυτόν τον τόπο, μήτε σε κανέναν άλλο. Δεν ανήκει πουθενά. Κι αν, μέχρι να φτάσει στην ηλικία μου, δεν προσπαθήσει να πλουτίσει τις γνώσεις του με την ιστορία, τότε απλά πέρασε από τούτη τη ζωή, όπως ένα κουνούπι… Όταν μαθαίνουμε μια ιστορία, αυτόματα βλέπουμε τα λάθη που έχουν γίνει για να τα αποφύγουμε ή τα σωστά, για να τα επαναλάβουμε. Τόσο απλά.
Του άρεσε να μιλάει για την δική του εποχή. Παιδί αμούστακο ήταν όταν μπήκε στην Αντίσταση και μετέφερε «ραβασάκια», όπως μου τα έλεγε. Ενήλικας πέρασε κι από την Μακρόνησο, όπου γνώρισε σημαντικούς ανθρώπους. Στην Αντίσταση γνώρισε την πρώτη του αγάπη, που δεν άντεξε στις κακουχίες κι έφυγε νωρίς απ’ τη ζωή. Μετά γνώρισε την γιαγιά, που την ήξερε κι εκείνη από την «αμαρτωλή» δράση του, του στάθηκε στον μισεμό της Έλενας, όπως έλεγαν την κοπέλα. Η γιαγιά τον αγαπούσε κρυφά και δεν είχε μάτια για άλλον. Και με τον καιρό την αγάπησε κι εκείνος. Κυνηγήθηκαν αρκετά, αλλά κατάφεραν να γίνουν σωστοί γονείς και πιο σωστοί παππούδες! Δούλεψαν σκληρά. Τα χέρια και των δύο ήταν ροζιασμένα, μα τόσο απαλά όταν με χάιδευαν!
- Τα ιδανικά είναι τα άρματά σου, όπως και οι γνώσεις σου. Αυτό να μην το ξεχάσεις ποτέ. Και τα ιδανικά δεν δέχονται εκπτώσεις. Μπορεί αυτοί που βρίσκονται στις κεφαλές να μην είναι και ό,τι καλύτερο, αλλά τα πιστεύω μας δεν τα ξεπουλάμε ποτέ. Και να θυμάσαι τούτο: όλα μπορούν να σου τα κλέψουν. Όλα. Εκτός από την γνώση και τα πιστεύω σου.
Αυτές ήταν οι κουβέντες της γιαγιάς, όταν γύριζα από το σχολείο και μέχρι να έρθουν οι γονείς μου να πάμε σπίτι. Μου έβαζε να φάω και μου έλεγε ιστορίες. Ήταν από τα παιδιά της Μικρασίας, όπως συνήθιζε να λέει. Από κείνους που δεν έχουν πατρίδα, γιατί όταν ήρθαν, όπως ήρθαν, στην Ελλάδα, δεν τους ήθελε κανείς κοντά του κι ας ήταν πολύ πιο μορφωμένοι.
- Αχ γιαβρί μου, και να ήξερες πόσες ταλαιπωρίες και προδοσίες γευτήκαμε… Μας ξεπούλησαν οι μεγάλοι τούτης της χώρας, αλλά και των μεγάλων δυνάμεων. Τα συμφωνήσανε μεταξύ τους και δε νοιάστηκε κανείς τι θ’ απογίνουμε τόσες φαμελιές, τόσοι κόποι, τόσες περιουσίες. Ακόμα και τους Έλληνες, Ελλαδίτες στρατιώτες εγκατέλειψαν στο έλεός τους και στο έλεος των Τούρκων, της πείνας και της κακουχίας. Βυζανιάρικο ήμουν, όταν με κίνδυνο της ίδιας της ζωής της η μάνα μου μπόρεσε να μπει στη βάρκα, ένα καρυδότσουφλο έλεγε, για να γλυτώσει με άλλες γυναίκες και παιδιά, να περάσουμε απέναντι, στη Μυτιλήνη κι από κει στον Πειραιά. Ντροπή κι εξευτελισμούς δεχθήκαμε. Τον πατέρα μου δεν τον ξαναείδαμε, όπως και πολλούς άντρες τότε… Κάθε οικογένεια είχε και κάποιον να θρηνήσει. Τα καταφέραμε, όμως. Ίσως αυτή ήταν κι η αιτία που με τον παππού σου δεν μπορούσε τίποτα να μας λυγίσει. Παλιές καραβάνες στους αγώνες και στην επιβίωση!
Όταν μου μιλούσε η γιαγιά για κείνα τα χρόνια και όπως της τα διηγούταν η μητέρα της, αλλά και τις ιστορίες από άλλες γυναίκες, που έρχονταν κάποιες από το Αϊβαλί, άλλες από την Τραπεζούντα, την Έφεσο, το Αϊδίνι και αλλού, δάκρυζε και το πρόσωπό της σαν να το έκαιγαν πύρινες γλώσσες. Με συνέπαιρνε με όλα αυτά και τις περισσότερες φορές όταν ήμαστε μόνοι μας. Δεν ήθελε να πικραίνει τον παππού, μου έλεγε, όταν έκοβε μεμιάς την κουβέντα της, σαν παρουσιαζόταν εκείνος.
- Τι κάθεσαι και λες του παιδιού; Είναι μωρό ακόμα…
- Δεν κάνει κακό να μαθαίνει. Κάποτε, κάπου, μπορεί να του χρειαστούν. Να ξέρει, κιόλας, από πού κρατά κι η σκούφια του.
- Ξέρει και πολύ καλά, μάλιστα! Γιαννιώτης είναι και Γιαννιώτης θα μείνει!
- Ναι, αλλά έχει και φλέβα χρυσού! Εσείς το ασήμι κι εμείς το χρυσό!
- Μα είναι μικρός ακόμα. Έχει καιρό γι αυτά…
Κι ας ήμουν στην εφηβεία… Εκείνος προσπαθούσε να μου μάθει να αγαπάω τα γράμματα και τις γυναίκες.
- Να θυμάσαι, όπως το έχω πει και στον πατέρα σου, πως την γυναίκα δεν την χτυπάμε ούτε με τριαντάφυλλο. Την αγαπάμε και την θαυμάζουμε, γιατί αυτή είναι η δημιουργία. Αυτήν έχει προικίσει η φύση με την μήτρα. Αυτή φέρνει την νέα ζωή. Αυτή κουβαλάει το μέλλον…
Και όταν τελείωνα το γυμνάσιο, λίγο πριν φύγει η γιαγιά, με ξεμονάχιαζε και με ρωτούσε όλο νόημα:
- Υπάρχει καμιά κοπελίτσα που σου αρέσει; Είναι όμορφη; Διαβάζει; Έχει μυαλό ή μόνο καθρέφτη; Μακριά από όσες έχουν μόνο καθρέφτη. Είναι άδειες. Δεν κάνουν για σένα…
Πόσα μου έλεγε… Και τώρα, κάθεται εκεί, ασάλευτος, με το βλέμμα χαμένο, στην αγαπημένη του θέση, συνήθως στην μικρή αυλή του. Μένουμε τώρα μαζί, στο πατρικό σπίτι. Και αυτό, γιατί ο γιατρός είχε πει στον πατέρα μου, δύο χρόνια μετά που έφυγε η γιαγιά κι ο παππούς άρχισε να «χάνεται», πως θα ήταν καλύτερα να μην αλλάξει περιβάλλον. Είχε αρχίσει σιγά-σιγά να παρουσιάζει απώλεια μνήμης και να πετάγεται τη νύχτα με φωνές, μουσκεμένος στον ιδρώτα κι «ετοιμοπόλεμος».
Για μένα ο παππούς είναι όλος ο κόσμος, όλη η ιστορία, όλη μου η γνώση…