Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2014

Λούλα Αραχνούλα
Ο μόνος τρόπος για να ξορκίσω το φόβο μου στην ύπαρξη αυτού του εντόμου, είναι να γράψω την ιστορία της Λούλας Αραχνούλας. Ίσως έτσι καταφέρουμε να υπομένει η μία την άλλη, αλλά δε νομίζω πως ποτέ μπορεί να γίνουμε και φιλενάδες.
Πάνε πολλά χρόνια που κάποια προγονή της, όταν ήμουν στην παιδική ηλικία, γύρω στα 7, με τσίμπησε στο χέρι, με αποτέλεσμα να ταλαιπωρηθώ πάρα πολύ και για πολύ καιρό. Από τότε, μόλις έβλεπα αράχνη, πάγωνα. Μέχρι που μια φορά λιποθύμησα, όταν άγγιξα μια πλαστική, που μου την είχαν βάλει στη σχολική μου τσάντα για να μου κάνουν αστείο…
Η Λούλα Αραχνούλα είναι μια μικρή κοπελίτσα, τόσο μικρή που καλά-καλά δεν τη βλέπεις. Την αντιλαμβάνεσαι από τον ιστό της. Από το περίτεχνο κατασκεύασμα, που η καλύτερη υφάντρα δεν μπορεί να πετύχει.
«Άκου να σου πω την ιστορία μου» μου ψιθύρισε ένα πρωί, εκεί στον κήπο που καθόμουν, ανάμεσα στα δέντρα. «Πρέπει να σου την πω, για να πάψεις να με φοβάσαι. Στα πολύ παλιά τα χρόνια, στην Αρχαία Ελλάδα, από κει κρατά και η δική μου σκούφια, η Αράχνη, κόρη ξακουστού βαφέα, του Ίδμονα, ήταν ονομαστή υφάντρα. Ακόμα και οι Νύμφες πήγαιναν για να θαυμάσουν τα έργα της και όλοι πίστευαν πως την τέχνη της την είχε μάθει από τη θεά Αθηνά, αλλά εκείνη αρνιόταν πεισματικά, κάτι που εξόργισε τη θεά και μάλιστα την προκάλεσε σε διαγωνισμό. Το υφαντό της προγονής μου ήταν πιο δύσκολο από αυτό της θεάς, η οποία θύμωσε και τη χτύπησε στο πρόσωπο. Η Αράχνη από την ντροπή της αποπειράθηκε να κρεμαστεί. Η θεά δεν την άφησε να πεθάνει, τη μεταμόρφωσε σ’ αυτό που είμαι σήμερα και την καταράστηκε να είναι πάντα κρεμασμένη, κάνοντας την παλιά της τέχνη.»
Την κοίταζα με δέος καθώς μου τα έλεγε όλα αυτά κι ένοιωθα πολύ άβολα, γιατί με λένε Αθηνά…
«Ναι, ναι, ξέρω. Νομίζεις ότι φταίει το όνομά σου που μας φοβάσαι τόσο. Μην ξεχνάς, δεν είμαστε όλες τόσο κακές, όπως εκείνη που σε τσίμπησε. Κι εκείνη, δεν το έκανε για να σου κάνει κακό, αλλά φοβήθηκε ότι θα τη σκότωνες και αμύνθηκε. Βλέπεις, εμείς δεν είμαστε σαν τους ανθρώπους. Εμείς δε σκοτώνουμε, δεν τσιμπάμε, έτσι, γιατί δεν έχουμε κάτι καλύτερο να κάνουμε. Όλα τα ζώα είμαστε έτσι. Τα ά-λογα ζώα. Πάρε από τα μεγαλύτερα θηρία της ζούγκλας, μέχρι τα μικρότερα έντομα. Εάν σκοτώσουμε, όπως εμείς που πιάνουμε στον ιστό μας τις μύγες, τις πεταλούδες και τα κουνούπια, είναι για να τραφούμε. Έχετε μια παροιμία εσείς οι άνθρωποι που λέει πως, το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό. Γιατί; Μα για να τραφεί. Έτσι και τα μεγάλα ζώα τρώνε τα μικρότερα και πάει λέγοντας. Όπως από μας τρέφονται τα πουλιά. Βλέπεις, σε μας υπάρχει μια λογική αλυσίδα. Εσύ φοβάσαι εμένα. Γιατί; Πότε σου μίλησα άσχημα; Πότε σε κακομεταχειρίστηκα; Πότε σε έβρισα και σε χτύπησα; Πότε σε πρόσβαλα; Πότε προσπάθησα να σε εκμεταλλευτώ; Σου πήρα ποτέ εγώ το φαγητό σου; Έφταιξα εγώ αν κρύωνες το χειμώνα; Έφερα, μήπως, εγώ τις αρρώστιες; Δημιούργησα εγώ την τεχνική πείνα; Σου δημιούργησα τους πολέμους, την ανεργία, την ασιτία; Μήπως εγώ και τα υπόλοιπα ζώα φταίμε για την οικολογική -όπως τη λέτε- καταστροφή; Γιατί εμείς την ονομάζουμε σπάσιμο της αλυσίδας. Για όλα τα δεινά που έχουν βρει εσάς τους ανθρώπους, και κατ’ επέκταση κι εμάς στο ζωικό, αλλά και το φυτικό βασίλειο, φέρουμε καμία ευθύνη;»
Όσο έλεγε όλα αυτά, είχε γουρλώσει τα μάτια της και με κοίταζε. Είχα μείνει άφωνη. Δεν ήξερα τι να της απαντήσω. Σταμάτησε για λίγο, γιατί κάπου στον ιστό της μπερδεύτηκαν τα φτερά μιας πεταλούδας.
«Άσ’ την για μετά. Και θα σου πω κάτι ακόμα. Ας μην πάμε στους πολέμους που σκοτώνεστε μεταξύ σας οι άνθρωποι. Ας μην πάμε στις αρρώστιες που μόνοι σας δημιουργείτε, για να λιγοστέψετε, χωρίς να καταλαβαίνω το λόγο. Θα σου πω αυτό που συμβαίνει στη γειτονιά σου. Δεν κάνω κουτσομπολιό. Δίπλα σου δε μένει μια οικογένεια; Κι εσύ το ξέρεις πως έχουν προβλήματα. Σκοτώνονται, όχι με μαχαίρια και πιστόλια, αλλά με χαρτιά, για περιουσίες. Για τα σπίτια και τα χωράφια που τους άφησαν οι γονείς τους, μετά από χρόνων αγώνες και δουλειά. Λες και τους τα χρωστούσαν. Αδέλφια δε μιλιούνται και προσπαθούν να εξοντώσει ο ένας τον άλλο. Δε μου λες, αλήθεια; Όταν εσείς οι άνθρωποι παύετε να υπάρχετε, φεύγετε από τούτο τον μάταιο κόσμο, όπως λέτε, πεθαίνετε, βρε αδερφέ, παίρνετε μαζί σας και τα υπάρχοντά σας; Κουβαλάτε τα σπίτια, τα χωράφια, τα αυτοκίνητα, τα χρυσαφικά μαζί σας; Γιατί, συγγνώμη κιόλας, αλλά εμείς οι αράχνες, σε κάτι τέτοια εγκαταλελειμμένα σπίτια στήνουμε το σπιτικό μας. Έχεις δει τι όμορφα κεντίδια φτιάχνουμε πάνω και γύρω από έπιπλα, ασημικά, κάδρα και γωνίες; Ούτε η καλύτερη κεντίστρα σας δεν μπορεί, όχι να μας παραβγεί, αλλά ούτε και να μας αντιγράψει. Μένουν ακατοίκητα και τα παιδιά και τα εγγόνια τους τα εγκαταλείπουν, αφού κρατάνε για χρόνια αυτές οι διαμάχες. Για πες μου, λοιπόν, τώρα. Ποιος πρέπει να φοβάται ποιον. Εσύ εμένα, εμάς ή εμείς εσάς; Για να σου πω ακόμα μια πιο προχωρημένη σκέψη. Μήπως θα πρέπει να φοβάσαι περισσότερο τους ανθρώπους γύρω σου; Πίστεψέ με, αρκετοί, δυστυχώς, από αυτούς είναι πολύ βλαβεροί και πολύ πιο επικίνδυνοι. Μπορούν να σου δημιουργήσουν χειρότερες πληγές από κείνες που σου είχε δημιουργήσει το τσίμπημα εκείνης της αράχνης. Και το βλέπεις καθημερινά σ’ αυτό που λέτε τηλεόραση και στο άλλο, εκείνο με τη μικρή οθόνη, που γράφετε και διαβάζετε κιόλας. Αρκετά είπαμε, όμως, και νύχτωσε. Πρέπει να πας κι εσύ μέσα και να ξεκουραστώ κι εγώ λιγάκι. Μόνο ένα πράγμα, πριν καληνυχτιστούμε: Σκέψου λίγο όλα αυτά που σου είπα κι εύχομαι αύριο το πρωί που θα βγεις στην αυλή να πιείς τον καφέ σου, να μη με ψάχνεις με τρόμο, αλλά να μου πεις μια γλυκιά καλημέρα και σε μένα, όπως κάνεις με τα πουλιά…»

_
γράφει η Αθηνά Μαραβέγια

Μου έκαναν την τιμή ο Κώστας Θερμογιάννης, ο Δήμος Χλωπτσιούδης και το τοβιβλίο.net να το δημοσιεύσουν -όπως και τα περισσότερα "κείμενά" μου- και αγαπητοί φίλοι να το σχολιάσουν, και τους ευχαριστώ όλους.