Κριτική της φίλης Σταυρούλας Κουγιουμτσιάδη στη σελίδα του "τοβιβλίο.net" για το βιβλίο μου
"Τρεις Μέρες...
Μια Ζωή".
Θέλω να την ευχαριστήσω κι από δω για τα τόσο όμορφα και τρυφερά της λόγια!
Ε Υ Χ Α Ρ Ι Σ Τ Ω Σταυρουλίνα μου!
Θαρρώ πως δε μου αξίζουν τόσα πολλά.
Η ιστορία στο μεγαλύτερο μέρος της απλή, καθημερινή. Είναι η ιστορία ενός άνδρα της …..διπλανής πόρτας. Η καταγραφή των συναισθημάτων του, έτσι όπως βιώνονται στην τρυφερή παιδική ηλικία και διαμορφώνουν τον χαρακτήρα και τις μετέπειτα επιλογές του. Και εδώ εντοπίζεται το πρώτο από μια σειρά στοιχεία που καθιστούν το βιβλίο ξεχωριστά ενδιαφέρον για τον αναγνώστη του. Η συγγραφέας αφηγείται κατά το μεγαλύτερο μέρος την ιστορία από την οπτική γωνία ενός άνδρα. Με δεδομένο ότι το μυθιστόρημα της κυρίας Μαραβέγια παρουσιάζει μια ερωτική ιστορία, η επιλογή της να την καταγράψει περνώντας τη μέσα από το συναισθηματικό φίλτρο της ανδρικής ιδιοσυγκρασίας, κάτι που λίγες φορές συναντάμε σε ερωτικά μυθιστορήματα, όπου το σύνηθες είναι η προβολή της ερωτικής ιστορίας μέσα από το πρίσμα και το συναίσθημα της ηρωίδας της, αυτομάτως την καθιστά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα για το αναγνωστικό κοινό.
Η συγγραφέας γράφει όπως μιλάει. Αυτό είναι ένα ακόμα ενδιαφέρον στοιχείο διαφορετικότητας της γραφής, που γίνεται αντιληπτό από εκείνους τους αναγνώστες που έχουν την αγαθή τύχη να αγγίζουν την καθημερινότητά της. Δεν ψάχνει λέξεις, δεν αναζητά συγγραφικές τεχνικές, δεν «βασανίζει» τα νοήματά της, ψάχνοντας τρόπους να τα καταστήσει κάτι που στην ουσία τους δεν είναι. Χρησιμοποιώντας τη γλώσσα της καθημερινότητάς της, μια γλώσσα απλή, αλλά καθόλου απλοϊκή, ρέουσα αλλά καθόλου τρέχουσα, τρυφερή αλλά καθόλου υπερβολική και ραφιναρισμένη, αφηγείται σαν σε κοινό. Ίσως η θεατρική της παιδεία βοηθά σε αυτό το σημείο να τηρούνται οι θαυμαστές ισορροπίες κατά την αφήγηση, διευκολύνοντας τον αναγνώστη της να πιστέψει πως αφηγείται μόνο γι’ αυτόν, στιγμές – στιγμές αγγίζοντάς τον με το βλέμμα, με την τρυφεράδα της φωνής, με το αόρατο άγγιγμα του χεριού της.
Το ύφος της γραφής λιτό, μαρτυρά αμέσως την προσωπικότητα της δημιουργού, κραυγάζοντας συγχρόνως το επόμενο ενδιαφέρον στοιχείο τούτου του βιβλίου. Την ακρίβεια στις λέξεις, στα νοήματα, στην απόδοση της μυθοπλασίας και των συναισθημάτων που εγείρονται κατά την εξέλιξη της πλοκής και ως το λυτρωτικό τέλος. Η κυρία Μαραβέγια έχει μια μεγάλη αφαιρετική ικανότητα στη γραφή της. Τίποτα περιττό! Τίποτα πέραν του μέτρου, που σε καμιά περίπτωση όμως δεν επιτρέπει το μέτριο. Σε όλη την έκταση του μυθιστορήματος ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται πως η αφαιρετική αυτή ικανότητα της συγγραφέως συντελεί στη διατήρηση των λεπτών ισορροπιών ανάμεσα στην εκδήλωση των συναισθημάτων και την αποσαφήνιση των επιλογών των ηρώων της. Και είναι αυτή η αφαιρετική ικανότητα της συγγραφέως που επιτρέπει στον αναγνώστη της να πάρει ακόμα και αντίθετη θέση στην εξέλιξη της μυθοπλασίας, απ’ αυτήν που επιλέγει η δημιουργός για τους ήρωές της.
Η θεατρική παιδεία της κυρίας Μαραβέγια, κατά την προσωπική μου άποψη, είναι και η εγγύηση για την άριστη σκηνοθετικά τοποθέτηση των ηρώων της σε σχέση με τον τόπο που διαδραματίζονται κάθε φορά τα γεγονότα, καθώς και η λεπτομερής σκιαγράφηση των τοπίων που παρουσιάζονται. Εδώ, ίσως, θα μπορούσε κανείς να «χρεώσει», ας μου επιτραπεί η έκφραση, περισσότερο λυρισμό στο λιτό ύφος της όλης γραφής.
Σ’ αυτό το βιβλίο «… Η αγάπη είναι σαν ένα δένδρο γεμάτο καρπούς. Αλίμονο σ” εκείνον που δεν ξέρει ν” αγαπά. Βλέπει το δένδρο και δεν φτάνει ποτέ, έστω κι έναν καρπό να δοκιμάσει…» Κι ο θάνατος φωτεινός και φιλόξενος μοιάζει…. Στις σελίδες του αποκαλύπτεται και τεκμηριώνεται η ύπαρξη της ανθρωπιάς. Η φιλία, το μέγιστο της ανθρώπινης αξίας. Ο έρωτας, η γενεσιουργός αιτία του «καλού καγαθού» στη ζωή των ανθρώπων. Και εδώ η συγγραφέας τοποθετεί το δίλημμα.
Τι γίνεται όταν ο έρωτας έρχεται λίγο αργά; Όταν οι άνθρωποι έχουν ήδη δρομολογήσει τη ζωή τους δημιουργώντας υποχρεώσεις ; Τι γίνεται όταν στο δίπολο της συντροφικής ζωής παρεμβάλλεται μοιραία το τρίτο πρόσωπο; Ένα πρόσωπο όμως που δεν ορίζεται απλά ως σεξουαλικό αντικείμενο πόθου, αλλά ως βαθύς και αναντίρρητα ανατρεπτικός συναισθηματικός ωκεανός; Τι αποφασίζει κανείς όταν η Ειμαρμένη του επιφυλάσσει την ευλογία του απόλυτου, που όμως περνάει μέσα από τις συμπληγάδες του κοινωνικά αποδεκτού και τον φαρισαϊσμό μιας υποκριτικά κοντόφθαλμης κοινωνικής ψευδοηθικολογίας;
Η συγγραφέας υποστηρίζει πως όταν κανείς αξιώνεται κάτι που πραγματικά αξίζει δεν το χάνει ποτέ, ανεξάρτητα από τις επί μέρους επιλογές του και πάνω σ’ αυτό τοποθετεί τρυφερά το τέλος της ιστορίας της. Το δίλημμα για τον αναγνώστη της όμως παραμένει και μετά το τέλος της ανάγνωσης, μιας και η λυτρωτική κατακλείδα δεν τον απαλλάσσει από τα αναπάντητα ερωτηματικά. Εξάλλου έχει τεράστια σημασία αν χάνεις κάτι χωρίς να το ζήσεις έστω και τρεις μέρες, υποταγμένος στο φόβο, την ανασφάλεια και τη «δήθεν» συμπεριφορά…. Αν το χάνεις, χωρίς να το ζήσεις έστω τρεις μέρες από επιλογή, αναγνωρίζοντας το δικαίωμα των άλλων στη ζωή σου, ως ισχυρότερο από το δικαίωμα της ίδιας της ζωής σου και της προσωπικής σου αλήθειας…. Ή αν το χάνεις αυτό το ευλογημένο κάτι, από επιλογή, κουβαλώντας όμως μέσα σου για όλη την υπόλοιπη ζωή σου τις ακριβές αναμνήσεις έστω και τριών ημερών, που αξιώθηκες να μεταλάβεις από κοινού, των Αχράντων Μυστηρίων Αγάπης και Αλήθειας εσωτερικής . Πως πορεύεσαι;