Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Η φωτογραφία είναι κλεμμένη από έναν μοναδικό Άνθρωπο και Καλλιτέχνη, τη Γιούλα Ροζάκου, Φίλη σημαντική για μένα!!!

ΘΥΜΟΣ

Είμαι θυμωμένη. Πολύ θυμωμένη, θα έλεγα.
Ο λόγος;
Δεν είναι ένας. Είναι πολλοί. Και ξεκίνησε το ξεχύλισμα του δικού μου ποτηριού από τη σφαγή στη Γάζα. Και το έχουμε ξεχάσει… Δεν είναι τραγικό; Ναι, το έχουμε ξεχάσει. Τώρα ασχολούμαστε με τους Τζαχαντιστές που αποκεφαλίζουν μπροστά στην κάμερα. Να θυμηθούμε τι κάναμε κι εμείς στον Εμφύλιο; Πόσα κεφάλια κομμουνιστών -και όχι μόνο- φωτογραφίζονται μπροστά στους δήμιούς τους, με το χαμόγελο της επιτυχίας; Τότε δεν υπήρχε τηλεόραση. Υπήρχαν, όμως, οι φωτογραφικές μηχανές που απαθανατίζανε τις «επιτυχίες» τους και δε λένε ψέματα… Υπάρχουν και οι μαρτυρίες.
Κάτι άλλο, με το οποίο ασχολούνται τα δημοσιογραφάκια κι εμείς τα χαϊβάνια σπεύδουμε να «δούμε», είναι αυτό το: «Δείτε πώς έγινε…» ο Τάδε, «Δείτε πώς είναι σήμερα…» η Δείνα. Αλήθεια, αυτοί που προσπαθούν να μειώσουν, αυτό νομίζουν πως κάνουν, αυτά τα άτομα, γιατί πέρασε ο χρόνος από πάνω τους, έχουν δει τις δικές τους φωτογραφίες πώς ήταν πριν μία δεκαετία και πριν αρχίσουν να αρέσκονται στην έκχυση δηλητηρίου σε και για καθένα και καθετί;
Θυμώνω. Θυμώνω για το θάνατο -για να μην πω δολοφονία- των οπλιτών μας και την υποτιθέμενη ευαισθησία του ανύπαρκτου κράτους.
Θυμώνω με τη νέα σφαγή που «απολαμβάνουμε» από τις τηλεοράσεις μας, που τούτη τη φορά διαδραματίζεται στη Συρία.
Θυμώνω με όσους βρίζουν την Ελλάδα. Θυμώνω με αυτούς που έβαλαν το χεράκι τους -την ψήφο τους τόσων χρόνων- για να φτάσει η χώρα στη σημερινή κατάντια. Και έχουν και το θράσος να υπερθεματίζουν ΜΟΝΟ τα καλά που βλέπουν στις άλλες χώρες, ενώ, μερικοί απ’ αυτούς, ζουν ως μετανάστες σ’ αυτές, ό,τι ακριβώς επιδιώκανε οι «μεγάλοι» του πλανήτη. Με θυμώνουν όταν κάθονται και κρίνουν και κατακρίνουν τους Έλληνες εκ του ασφαλούς. Όταν, εξ απαλών ονύχων και με ύφος σαράντα καρδιναλίων, βρίζουν τους πολιτικούς της Ελλάδας, τις παρατάξεις που ψήφιζαν δηλαδή και έχοντας ήσυχη τη «συνείδησή» τους, αφού πια δεν ψηφίζουν. Όταν έχουν μεταναστεύσει σε χώρες εχθρικές προς την Ελλάδα και υποστηρίζουν, οικονομικά εννοείται και όχι μόνο, τα κράτη-μέλη που πολεμάνε τη χώρα τούτη. Υποστηρίζουν τις αγορές τους χωρίς ντροπή και μετά αναρωτιόνται γιατί τα παιδιά τους -και τα δικά τους, χαλάλι τους- γιατί τα δικά μας παιδιά υποχρεώνονται να μεταναστεύσουν κι εκείνα. Με θυμώνουν όλοι αυτοί οι επισφαλείς και σκεπτόμενοι -υποτίθεται- άνθρωποι και επονομαζόμενοι Έλληνες.
Ειλικρινά, σε τι διαφέρουν όλοι αυτοί από τους «απλούς» Γερμανούς που βρίζουν και φωνάζουν, γιατί αυτό τους έχουν πει οι ηγέτες τους, πως εκείνοι επωμίζονται να πληρώσουν τα χρέη και τα λάθη μας; Οι περισσότεροι από δαύτους έχουν το θράσος να εισπράττουν, από τη χώρα που απαξιώνουν και βρίζουν, σύνταξη. Μπορεί να μην είναι κάποιο ευκαταφρόνητο ποσό, αλλά δεν παύει να βγαίνει από τον δημόσιο κορβανά.
Ας αφήσω «αυτούς» κι ας πιάσω όσους βρίσκονται «ακόμα» εδώ. Αυτούς που, με τη δικαιολογία της φυγής των παιδιών τους, σκέφτονται να τα ακολουθήσουν για να ζήσουν καλύτερα. Και θα μου πει κάποιος εύλογα:
«Και είναι κακό να θέλεις μια καλύτερη ζωή;»
Εξαρτάται πώς εννοεί ο καθένας «το καλύτερο». Αν καλύτερη ζωή είναι να σηκώνεσαι αχάραγα ακόμα, ειδικά τους χειμερινούς μήνες με 2 μέτρα χιόνι, να διανύσεις μια σημαντική απόσταση για να πας στη δουλειά σου (τους νέους εννοώ και ρωτάω συγχρόνως τι δουλειά θα είναι αυτή), να σχολάς στις 6 το απόγεμα -σκοτεινά πια- και να θέλεις 2 ώρες περίπου για να φτάσεις σπίτι σου, να μαγειρέψεις, να φας, να πας για ύπνο, για να μπορέσεις να το επαναλαμβάνεις σε καθημερινή βάση και άντε, να έχεις και μια μέρα να ξεκουραστείς, στα σπίτια εκείνα που τα πάντα είναι κονσερβοποιημένα, τότε, συγγνώμη, αλλά ΔΕ θα πάρω.
Αυτός ο ιερός τόπος που λέγεται Ελλάδα, ακόμα και στο βαρύ χειμώνα σε αποζημιώνει με τον πανέμορφο κι ελπιδοφόρο ήλιο του, αφού σου χαϊδεύει τα μάγουλα σαν τη μάνα που καμαρώνει το βλαστάρι της, με την άρνηση του Έλληνα να μπει σ’ αυτό τον τρόπο ζωής που προσπαθούν να τον μαντρώσουν, και ΝΑΙ, με τις καφετέριες γεμάτες παιδιά, γεμάτες γέλια, πειράγματα και φωνές. Παιδιά που έκαναν κοπάνα από το σχολείο, φοιτητές που έχουν χρόνο για ένα και δύο και τρία καφεδάκια και ολίγο από τάβλι, παιδιά που -ανκαι ακολουθούν την ηλεκτρονική τεχνολογία- εξακολουθούν πεισματικά να κάνουν ΠΑΡΕΑ, να πιάνονται, να αγγίζονται, ακόμη και να μαλώνουν. Παιδιά και νέοι που προσπαθούν να αντιταχθούν και σε αυτούς, που με θυμώνουν επίσης, που έχουν επιτρέψει να φτάσει στο τελευταίο -μπορεί όχι ακόμα;- σκαλοπάτι η Παιδεία μας, γιατί οι ηγέτες του πλανήτη χρειάζονται εργάτες-ρομποτάκια και όχι μυαλά.
Χαίρομαι, όμως. Χαίρομαι που είμαι Ελληνίδα και που ζω σ’ αυτό τον ευλογημένο τόπο, στην Ελλάδα και που νοιώθω την ανάγκη να παραθέσω, έτσι για να θυμηθούμε ή και να μάθουμε την ετυμολογία αυτών των λέξεων-εννοιών.
«…Η ετυμολογία της λέξεως Έλλην προκαλεί μέχρι σήμερα συζητήσεις. Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι προέρχεται από τους Σελλούς (< θ. σελ- = φωτίζω)… Άλλες απόψεις σχετίζουν το όνομα Έλλην με το θέμα ελλ- που σημαίνει ορεινός ή με τη λέξη ἔλλοψ που σημαίνει άφωνος, άφθογγος…» (Βικιπαίδεια»
«…Έλ λην και Ελ λας. Όπου Έλ είναι ο θεός Ήλιος και λας είναι η πέτρα (εξ ου και λατομείο) άρα Ελ –λας σημαίνει «η πέτρα των θεών» ή «ο θρόνος των θεών» ή Ελλάς είναι «ο γήινος τόπος που είναι κατοικία των θεών», και όχι μόν… Ελλάς μπορεί να είναι και «το υλικό σώμα εντός του οποίου κατοικεί το Φως…   
Συνοπτικά, η λέξη «Έλλην», σημαίνει «αυτός που (μπορεί και) βλέπει τον θεό». Αυτός δηλαδή του οποίου η υψηλή κραδασμική συχνότητα είναι ίδια μ’ εκείνη του Φωτός…(Παντολέων Φλωρόπουλος)»
Στην Ελλάδα που μου «φώλιασαν» οι Δάσκαλοι, που έρχονταν στην υπέροχη χώρα που ήταν μετανάστες οι γονείς μου και που γεννήθηκα και μεγάλωσα κι εγώ. Χαίρομαι τον ήλιο της Ελλάδας, αυτόν που ζηλεύουν όλοι οι λαοί, τις θάλασσες και τα νησιά της, τα βουνά και τις χαράδρες της. Χαίρομαι που ακόμα μπορώ να κυκλοφορώ στο δρόμο, χωρίς να κρύβω τα λεφτά στα παπούτσια και τις κάλτσες μου. Χαίρομαι που δεν είμαι ένα ακόμα καλοκουρδισμένο και προγραμματισμένο ρομπότ. Χαίρομαι όταν ακούω τις φωνές των παιδιών στο σχολείο, όταν περνούν σε παρέες έξω απ’ το σπίτι μου γελώντας, στο δρόμο και στις πλατείες.
Και θυμώνω πάλι, θυμώνω με τους γονείς που φορτώνουν τα παιδιά τους με «εξωσχολικές» ασχολίες. Βρε ανόητοι, θυμηθείτε τους εαυτούς σας σ’ αυτή την ηλικία. Θυμηθείτε πόσο θέλατε να παίξετε.
(Να 6 ώρες το σχολείο, να τα φροντιστήρια για τις ξένες γλώσσες, άντε κι έναν αθλητισμό στη μέση. Τρέχουν τα παιδιά να προλάβουν, τρέχουν κι οι γονείς να τα πάνε και να τα φέρουν. Και στο τέλος της μέρας αποκαμωμένοι, κάποιοι μπροστά στην τηλεόραση -οι μεγάλοι- και τα παιδιά μπρος στον υπολογιστή, που τις περισσότερες φορές τον χρησιμοποιούν για να επικοινωνήσουν.)
Εμπρός, λοιπόν, ας αφήσουμε στους άλλους την έλλειψη επικοινωνίας και το αμόκ της τεχνολογίας κι ας παραμείνουμε οι Αναρχικοί, αυτοί που αρνούνται να μπουν στο καλούπι. Ας θυμηθούμε τι μας δίδαξαν οι αρχαίοι, αλλά και οι νεότεροι προγονοί μας. Ας πετάξουμε στον Καιάδα τα λάθη τους κι ας κρατήσουμε τα θετικά τους, ακόμη κι εκείνα των γονιών μας. Ας αποδείξουμε στα παιδιά μας ότι είμαστε αντάξιοί τους. Ας τους δώσουμε αυτό που ΕΜΕΙΣ, με την ψήφο και το βόλεμά μας τόσων χρόνων, τους στερήσαμε. Ας ξεσηκωθούμε ΕΜΕΙΣ, για ν’ ανέβουμε και στα μάτια των παιδιών μας, βρε αδερφέ!!!
Κάποιος μου είπε πως οι επαναστάσεις, παγκόσμια, ξεκινάν από τους νεολαίους. Μα ο Κολοκοτρώνης κι ο Νικηταράς δεν ήταν νεολαίοι. Εκείνοι που έσπειραν κι εδραίωσαν την Αντίσταση στην Κατοχή, δεν ήταν νεολαίοι.
Αυτά είχα να σας πω για την ώρα κι εύχομαι να βρω κάποιους «τρελούς» και «ονειροπόλους», να μπορέσουμε να συμβαδίσουμε, για να βάλουμε κι εμείς έναν κόκκο της άμμου σ’ αυτό που φωνάζαμε παιδιά, όταν παίζαμε κρυφτό:
«Φτου, ξελευτερίααααααααα!!!!!»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου