Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

Το πρώτο τίκι-τακ
Βρισκόμαστε στη δεκαετία του 60. Σ’ ένα μικτό εκπαιδευτικό συγκρότημα με Δημοτικό Σχολείο, εξατάξιο Γυμνάσιο, αλλά και οικοτροφείο, που φιλοξενούσε παιδιά των οποίων οι γονείς ή ήταν πολυάσχολοι ή έμεναν σε άλλη πόλη. Είναι η πρώτη μέρα της σχολικής χρονιάς και έχουν έρθει καινούρια παιδιά. Άλλα είναι φοβισμένα, άλλα δείχνουν πως δε νοιάζονται, ενώ οι παλαιότεροι προσπαθούν οι μεν μεγαλύτεροι να προστατέψουν τους μικρότερους και οι άλλοι που «πρέπει» να διατηρήσουν την υπεροχή τους στην κοινότητα αυτή.
Εκείνη – παλιά καραβάνα, μια και βρίσκεται εκεί τα δύο τελευταία χρόνια και απολαμβάνει την ιδιαίτερη φροντίδα των μεγαλυτέρων – κι εκείνος άρτι αφιχθείς για να μαθητεύσει στο Γυμνάσιο. Εκείνη στην ΣΤ’ του Δημοτικού, ένα ατίθασο πλάσμα, που παίζει περισσότερο με τα αγόρια, από βώλους μέχρι κλέφτες κι αστυνόμους και καμιά φορά μπλέκεται και σε καβγάδες για να υπερασπιστεί κάποιον αδύναμο. Δε φοβάται να χτυπηθεί ακόμα και με τις μικρές γροθιές της. Εκείνος, ένα όμορφο παλικαράκι, καστανόξανθο με γαλανά μάτια και με έκφραση με ολίγη από αυθάδεια, γνωρίζοντας πόσο αρέσει στα κορίτσια.
«Μαργαρίτα, ο Απόλλωνας σου ζητάει να τα φτιάξετε» της είπε μια φίλη της που πήγαινε κι εκείνη στην Α’ Γυμνασίου, μια μέρα στα τέλη του Οκτώβρη.
«Τι να φτιάξουμε;» απόρησε εκείνη, φτύνοντας την παλάμη της για να καθαρίσει τα αίματα από το γόνατό της, που μόλις είχε χτυπήσει στο σκάμμα.
«Δεν καταλαβαίνεις;» την κοίταξε με νόημα και της έδειξε τον υποψήφιο με νεύμα.
«Τι να καταλάβω; Αφού δεν κάνουμε παρέα και δε χαλάσαμε τίποτα. Τι να φτιάξουμε;» απορροφημένη η Μαργαρίτα στο άλμα που πηδούσε η Σπυριδούλα, η καλύτερη αθλήτρια του σχολείου.
«Βρε βλάκα, θέλει να γίνεις το κορίτσι του…»
«Χα, χα, χα!!! Τι να γίνω; Το κορίτσι του; Και γιατί να γίνω το δικό του; Φύγε τώρα, φύγε, ήρθε η σειρά μου να πηδήξω» είπε και τινάζοντας πίσω τα μαλλιά της που ήταν πιασμένα σε αλογοουρά, στάθηκε, έκλεισε τα μάτια, πήρε βαθειά ανάσα, πήρε φόρα και άρχισε να τρέχει…
Το άλμα της ήταν πολύ καλό. Είχε περάσει τη Σπυριδούλα πέντε ολόκληρους πόντους τούτη τη φορά! Τη Σπυριδούλα που ήταν και μεγαλύτερή της δύο χρόνια και που σε αυτή τους την αναμέτρηση – υπήρχαν και άλλες σε άλλα αγωνίσματα – είχαν μαζευτεί όλη, σχεδόν, η κοινότητα του συγκροτήματος και χειροκροτούσαν. Τα δύο κορίτσια αγκαλιάστηκαν και όταν ο γυμναστής τους είπε να ξεκουραστούν και να πάνε στα πολύζυγα, κοιτάχτηκαν πονηρά και χαρούμενα. Εκεί και οι δύο μεγαλουργούσαν, αλλά περισσότερο η μεγαλύτερη που είχε ένα λαστιχένιο σώμα. Ακόμα και τα δάχτυλα των χεριών της, σαν να μην είχαν κοκάλα, σαν να ήταν από πλαστελίνη. Σε αυτό υστερούσε η Μαργαρίτα, αλλά έκανε ό,τι μπορούσε να αντιγράφει τις ασκήσεις - εκτελέσεις της Σπυριδούλας. Πάλι χειροκροτήματα, επευφημίες, καραμέλες που τους μοίρασε ο γυμναστής για επιβράβευση, καθώς οι δύο «αθλήτριες» αγκαλιασμένες πήγαιναν τώρα η καθεμιά με τις φιλενάδες της…
Το βράδυ, λίγο πριν πάνε για ύπνο, η Δέσποινα – η «προξενήτρα» - ρώτησε πάλι τη Μαργαρίτα, τι να απαντήσει στον Απόλλωνα.
«Άσε με τώρα, νυστάζω. Αύριο θα τα πούμε» και γύρισε από την άλλη, πήρε το μαξιλάρι της αγκαλιά κι αποκοιμήθηκε.
Την άλλη μέρα το πρωί, πριν μπουν στις τάξεις τους, η Δέσποινα ξαναρώτησε τη Μαργαρίτα, αφού της είπε πως πολλά κορίτσια θα την ζήλευαν, μια και ο Απόλλωνας διάλεξε εκείνη. Σαν να περίμενε ν’ ακούσει αυτή την «πρόκληση», γύρισε και της είπε το «Ναι».
Από κείνη την ώρα κάτι άλλαξε σε αυτό το ατίθασο πλάσμα. Στα διαλείμματα, που μαζεύονταν όλα τα παιδιά στον τεράστιο αυλόγυρο του συγκροτήματος, έψαχνε το βλέμμα του, όπως κι εκείνος το δικό της. Σαν συναντιόνταν οι ματιές τους, ένοιωθε να καίγονται τα μάγουλά της, ντρεπόταν γι’ αυτό το πρωτόγνωρο που ένοιωθε. Άρχισε να προσέχει περισσότερο την εμφάνισή της. Αντί να φορά το καρό παντελόνι της με τη λουλουδάτη μπλούζα, φρόντιζε να φορά μια μονόχρωμη, για να είναι πιο «θηλυκό». Και στα παιχνίδια της με τα αγόρια, τώρα πια, προσπαθούσε να μη μαλώνει και να μην πιάνεται στα χέρια μαζί τους.
«Πάρε…» της είπε κρυφά η Δέσποινα μετά από δυο μέρες και της έχωσε στο χέρι ένα χαρτί από τετράδιο, χιλιοδιπλωμένο.
«Τι είναι αυτό;»
«Από τον Απόλλωνα για σένα. Μόνο πρόσεξε μη σου το πιάσει κανένας δάσκαλος» της είπε συνωμοτικά.
Η Μαργαρίτα, δίχως να χάσει καιρό, έτρεξε στις τουαλέτες, άνοιξε το χαρτί και διάβασε «Σ’ αγαπώ». Πεταλούδες και λαμπάκια έβλεπαν τα μάτια της. Η καρδιά της νόμιζε πως θα ξεφύγει από το στέρνο της, όταν άκουσε το κουδούνι που καλούσε να παιδιά να μπουν στις τάξεις τους. Τσαλάκωσε το χαρτί κι από το φόβο της, το έβαλε στο στόμα και άρχισε να το μασά…
Το μεσημέρι, την ώρα του φαγητού, τη ρώτησε η Δέσποινα αν είχε να της δώσει κάτι για τον Απόλλωνα.
«Τι να του δώσω, δηλαδή;»
«Δε θα του απαντήσεις σε αυτό που σου έστειλε; Αλήθεια, τι σου έγραφε;»
«Πως με αγαπάει!!!» είπε μ’ ένα φωτεινό χαμόγελο.
«Ωραία! Κι εσύ; Δε θα του απαντήσεις; Δε θα του πεις ότι τον αγαπάς κι εσύ;»
«Θα το σκεφτώ…»
Πέρασαν μέρες. Δεν ήξερε τι να κάνει. Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που ένοιωθε. Έτσι είναι η αγάπη; Αυτό που βλέπουν στις ταινίες, όταν αγαπιούνται οι μεγάλοι, έτσι νοιώθουν; Όπως εκείνη όταν την κοιτάζει; Αν είναι έτσι, άρα κι εκείνη τον αγαπάει!!!
Κι έτσι άρχισαν να πηγαινοέρχονται τα ραβασάκια. Πότε της έγραφε πόσο όμορφη ήταν, άλλοτε την επιβράβευε για τις επιδόσεις της στη γυμναστική, μια άλλη φορά πως χάρηκε που κέρδισε στους βόλους ένα συμμαθητή της… Κι εκείνη του απαντούσε πως άκουγε τα κορίτσια να μιλάνε για 'κείνον με τα πιο κολακευτικά λόγια, πως άρεσε σε πολλές, μα εκείνη ήταν χαρούμενη και τυχερή, αφού εκείνος ήθελε εκείνη ανάμεσα σε τόσα και τόσο όμορφα κορίτσια…
Και το Πάσχα, μετά την Ανάσταση, εκεί, στο προαύλιο της εκκλησίας που ήταν μαζεμένα όλα τα παιδιά και ανταλλάσσανε φιλιά μαζί και με τους δασκάλους ή και τους συγγενείς τους, εκείνος έσκυψε και τη φίλησε στο μάγουλο! Η Μαργαρίτα δεν πρόλαβε ν’ ανταποδώσει. Είχε μείνει ακίνητη κι ένοιωθε το μάγουλό της να βγάζει φωτιές… Έτσι αποχαιρετίστηκαν για τις διακοπές και όταν άνοιξαν πάλι τα σχολεία, εκείνος της έστειλε πάλι ένα ραβασάκι, στο οποίο της έλεγε πόσο του είχε λείψει αυτές τις μέρες…
Πέρασε η χρονιά χωρίς να το καταλάβουν κι ο καθένας, όπως και όλα τα παιδιά, έφυγαν για τις καλοκαιρινές διακοπές τους. Η Μαργαρίτα ονειρευόταν την ημέρα που θα άνοιγαν τα σχολεία και θα έβλεπε ξανά τον Απόλλωνα. Θα του έλεγε, δι’ «αλληλογραφίας» πάντα, πόσο τον σκεφτόταν όλον αυτό τον καιρό και πόσο χαρούμενη ήταν που θα πήγαινε κι εκείνη στο γυμνάσιο και θα είχαν να μοιραστούν πολλά, όσο αφορά και στα μαθήματα και τους καθηγητές. Άρχισε να προσέχει περισσότερο την εμφάνισή της, ζήτησε από τη μητέρα της να της πάρει όμορφα ρούχα και παπούτσια, κορδέλες για τα μαλλιά, καινούρια τσάντα. Ήθελε όλα πάνω της να είναι τέλεια. Ήθελε να γίνει όμορφη, να αρέσει ακόμη περισσότερο στον Απόλλωνα.
Και η μέρα της έναρξης της σχολικής χρονιάς έφτασε. Η Μαργαρίτα από τις πρώτες βρέθηκε στο οικοτροφείο και περίμενε πότε θα έρθουν τα παιδιά από τις άλλες πόλεις. Και ήρθαν. Και ήρθε και ο Απόλλωνας. Και περίμενε η Μαργαρίτα τη ματιά του, αλλά εκείνος δεν είχε πια μάτια για κείνη, αλλά για κάποια άλλη, που ήταν από την ίδια πόλη. Για μέρες δεν ήθελε ούτε σχολείο να πάει, μήτε στην τραπεζαρία να κατέβει, όπου τρώγαν όλοι μαζί. Και δεν έφτανε η απόρριψη του Απόλλωνα, αλλά κι η Δέσποινα δεν έκανε πια παρέα μαζί της.
Της πήρε ένα μήνα για να πάρει την απόφαση πως έπρεπε να σταματήσει να ασχολείται πια μαζί του και να συνεχίσει το σχολείο και όλα όσα έκανε μέχρι την ημέρα που ο Απόλλωνας της ζήτησε να γίνει το κορίτσι του. Άρχισε να γίνεται πιο επιμελής και ιδιαίτερα στα μαθηματικά που τη βοηθούσαν στη λογική, και στα αγωνίσματα έδινε όλη της τη ζωή, όλη της τη ζωντάνια. Ο ανταγωνισμός με τη Σπυριδούλα συνεχιζόταν, αλλά πάντοτε πιάνονταν, άσχετα με το αποτέλεσμα, αγκαλιά και συνεννοούνταν ποια θα ήταν η επόμενη αναμέτρησή τους!
Τα χρόνια πέρασαν. Υπήρξαν και άλλα αγόρια που θέλησαν να είναι η Μαργαρίτα το κορίτσι τους, μα εκείνη, κρυφά μεν, δεν είχε μάτια για άλλον. Και όταν αποφοίτησε η Απόλλωνας από το εξατάξιο Γυμνάσιο κι έφυγε για να σπουδάσει, τότε εκείνη «απελευθερώθηκε», είχε μεγαλώσει κιόλας και είχε γίνει μια συμπαθητική κοπέλα, και δημιούργησε δεσμό μ’ ένα συμμαθητή της. Και αυτή η «ιστορία» έληξε «άδοξα», αφού γι’ αλλού ξεκίνησε εκείνος και γι’ αλλού η Μαργαρίτα.
Θα είχαν περάσει δέκα χρόνια περίπου, από την ημέρα που είχε γίνει η Μαργαρίτα το κορίτσι του Απόλλωνα, όταν συναντήθηκαν τυχαία σε μία συγκέντρωση του σχολείου τους. Εκείνη εργαζόταν σε μια μεγάλη εταιρία κι εκείνος, πέραν του ότι είχε τελειώσει τις σπουδές του – ηλεκτρολόγος-μηχανολόγος – είχε δική του επιχείρηση και είχε κάνει κι ένα καλό γάμο. Όλοι, τα τότε παιδιά, ήταν πολύ συγκινημένοι από τούτη τη συνάντηση και περισσότερο όσοι είχαν κάποιους εφηβικούς «δεσμούς». Υπήρξαν και ζευγάρια που ξεκίνησαν από τα «μικράτα» τους και τώρα ήταν παντρεμένοι κι ευτυχισμένοι.
«Θα κανονίσουμε να ξαναβρεθούμε;» ρώτησε ο Απόλλων τη Μαργαρίτα την ώρα που τη χαιρετούσε γιατί έπρεπε να φύγει.
«Ναι. Γιατί όχι…»
«Σύμφωνοι. Θα σε πάρω αύριο τηλέφωνο, για να συνεννοηθούμε…»
Πράγματι, την άλλη μέρα, μετά το σχόλασμά της, την περίμενε ο Απόλλωνας έξω από το γραφείο της για να πάνε για φαγητό. Κατευθύνθηκαν παραθαλάσσια, ανέλαβε εκείνος να μαντέψει τι θα της άρεσε, έφαγαν, ήπιαν, θυμήθηκαν το σχολείο τους, συμμαθητές και φίλους…
«Ξέρεις πώς σε αποκαλώ όλα αυτά τα χρόνια;» του είπε γελώντας, όταν είδε την απορία στα μάτια του, καθώς έπιναν τον καφέ τους δίπλα στο κύμα. «Το πρώτο τίκι τακ της καρδιάς μου!!!»
«Ξέρεις τι με εκπλήσσει σε σένα;» την κοίταξε κατάματα και της έπιασε τα δυο της χέρια στα δικά του. «Δεν έχεις αλλάξει καθόλου. Σαν χαρακτήρας εννοώ. Μιλάς καθαρά και σταράτα, χωρίς να σε νοιάζει και πολύ τι θα σκεφτεί ο άλλος.»
«Χαίρομαι. Προσπάθησα να διατηρήσω και να καλυτερέψω τον χαρακτήρα μου χωρίς να κάνω εκπτώσεις. Μπορεί να νομίζουν κάποιοι ότι είναι σε βάρος μου, εγώ νοιώθω, όμως, καλά με τον εαυτό μου κι αυτό μετράει περισσότερο απ’ όλα!»
Κι εκεί που κουβέντιαζαν για διάφορα και ο ήλιος είχε πάρει το δρόμο του για τη δύση, σκύβει στο αυτί της και της ψιθυρίζει:
«Και τώρα πού θέλεις να πάμε; Σε ξενοδοχείο ή στο σπίτι σου;»
Η Μαργαρίτα τον κοιτάζει σαστισμένη. Χθες ακόμα έμαθε πως ήταν παντρεμένος, από το μεσημέρι που είναι μαζί δεν αναφέρθηκε διόλου στο γάμο του και όταν εκείνη, βλέποντας πως οι ώρες περνούσαν –ευχάριστα μεν- τον ρώτησε μήπως δημιουργηθεί πρόβλημα στο σπίτι του, εννοώντας τη γυναίκα του, εκείνος της απάντησε πως δεν υπάρχει κανένα τέτοιο θέμα. Και τώρα; Τι κουβέντα ήταν αυτή που ξεστόμισε; Ποιος του έδωσε το δικαίωμα να την προσβάλει με αυτό τον τρόπο; Τι έπρεπε να κάνει;
«Άκου να σου πω και να σου ξεκαθαρίσω κάτι μια και για πάντα, Απόλλωνα. Το ότι είσαι το πρώτο τίκι τακ της καρδιάς μου, δε σημαίνει ότι είσαι και το τελευταίο. Μπορεί αυτή την περίοδο, όπως σου είπα, να μην έχω κάποια σχέση, αυτό, όμως, δε σημαίνει πως θα γίνω το τρίτο πρόσωπο! Γνωρίζοντας, λοιπόν, το χαρακτήρα μου, όπως είπαμε και πριν, δε θα έπρεπε ούτε καν να σκεφτείς να με προσβάλλεις με αυτό τον τρόπο. Τελικά, λυπάμαι που ξανασυναντηθήκαμε, λυπάμαι που δέχτηκα να περάσουμε όλες αυτές τις ώρες μαζί. Νόμιζα πως σου άρεσε η συντροφιά μου, που θυμηθήκαμε τα χρόνια τα παιδικά και της εφηβείας, αλλά εσύ από την αρχή, φαίνεται, πως είχες αλλού το νου σου…»
Σηκώθηκε, έβγαλε από την τσάντα της κάποια χρήματα, τα ακούμπησε στο τραπέζι και φεύγοντας του είπε:
«Αυτά είναι για να μην πεις ότι με τάισες και με πότισες. Αντίο, Απόλλωνα.» και έφυγε.
Ο Απόλλων έμεινε για ώρα στη θέση του, χωρίς να μπορέσει ν’ αρθρώσει λέξη και να καταλάβει τι του συνέβαινε. Πρώτη φορά στη ζωή του, γιατί είχε κατά καιρούς «εξωσυζυγικές κι επιπόλαιες» σχέσεις, του φέρθηκαν με αυτό τον τρόπο. Πώς μπόρεσε, αλήθεια, να σκεφτεί και να ξεστομίσει αυτή την κουβέντα στη Μαργαρίτα; Ήταν τυχερός που δεν του πέταξε ότι υπήρχε πάνω στο τραπέζι, να τον κάνει και ρεζίλι. Η αλήθεια είναι πως ήταν το απωθημένο του αυτό ο «κορίτσι» και με τη συμπεριφορά της αυτή θα εξακολουθούσε να είναι…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου