Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2014

Καλημέρα και καλή Κυριακή σε όλες και όλους.
Ο λόγος της απουσίας μου είναι όλα τα παρακάτω...

Γεννήθηκε σ’ ένα μικρό, αλλά πολύ όμορφο τόπο. Γεμάτο βουνά, θάλασσα, φαράγγια και ποτάμια με γάργαρα νερά. Λογιών-λογιών πουλιά τραγουδούσαν τον ερχομό της και όλα αυτά τη συντρόφευαν στο μεγάλωμά της. Αδέλφια δεν είχε. Μοναχοπαίδι, μοναχοκόρη και όμορφη! Και όσο μεγάλωνε, τόσο πιο όμορφη γινόταν. Οι γονείς της καμάρωναν και προσπαθούσαν να της δώσουν όσα περισσότερα εφόδια μπορούσαν. Την έμαθαν να μιλά με τα πουλιά, με τα τσακάλια, ν’ ακούει τον αγέρα και το νερό και να νοιώθει αυτό που της ψιθύριζαν και άλλοτε της φώναζαν. Και μεγάλωνε και οι μνηστήρες πολλοί. Μνηστήρες από τα πέρατα της γης, με πλούτη και παλάτια, που τα άπλωνα στα πόδια της. Κι εκείνη τους κοίταζε κατάματα, όπως της είχε μάθει ο γονιός της και αρνιόταν. Μέχρι που γνώρισε τον έρωτα στα μάτια ενός βοσκού, που ήξερε κι εκείνος ν’ ακούει τα ζωντανά της φύσης και τα μηνύματά της. Κι έκαναν πολλά παιδιά, που κι αυτά έμαθαν να μιλούν με τον ήλιο και τη βροχή, την πέτρα και το ξύλο, τα ζώα και τα φυτά.
Με βάση τη γνώση τους αυτή, άρχισαν ν’ αναρωτιόνται και οι απορίες έφεραν περισσότερη γνώση. Και γίνηκαν τρανοί. Ένας έγινε Δάσκαλος, άλλος Φιλόσοφος, άλλος Πολεμιστής. Και τα κορίτσια από κοντά, μάθαν ν’ αγωνίζονται και όλα μαζί τα παιδιά, γύρω από τη γη και τα γονικά τους.
Και όταν τα παιδιά μεγάλωσαν, να ’τοι πάλι οι απόγονοι των μνηστήρων, που ήθελαν, σώνει και καλά, να αποκτήσουν μερίδιο του μικρότερου, αλλά συνάμα, ωραιότερου τούτου τόπου. Και σαν είδαν πως με το «γάμο» δεν τα κατάφεραν, αποφάσισαν να ενωθούν και να κηρύξουν πόλεμο. Και απόρησαν, πώς μια χούφτα άνθρωποι κατάφεραν να τους αντικρούσουν και να τους διώξουν. Θαύμασαν τη ρώμη, τη γνώση και το θάρρος τους. Πόσοι και πόσοι θέλησαν κατά καιρούς να «πατήσουν πόδι» στον τόπο τους.
Με τα χρόνια, οι διάφοροι γείτονες, με τη βοήθεια εκείνων που ονόμαζαν τους εαυτούς τους ισχυρούς, άρχισαν να κόβουν κομμάτι-κομμάτι από τον μικρό τούτο τόπο, να γεννούν παιδιά κι απ’ αυτά τα παιδιά να γεννιούνται οι σκληρότεροι εγκληματίες…
Εκείνη προσπάθησε να τους κλείσει όλους στην αγκαλιά της, να τους διδάξει μαζί με τα παιδιά της τη γλώσσα της αγάπης, του νερού, του αγέρα, της ζωής και σε αντάλλαγμα, γεύτηκε την προδοσία, το μίσος και τη ζήλεια.
Και να πάλι πόλεμοι με όπλα και πείνα και ανέχεια. Και τα παιδιά της ν’ Αντιστέκονται με νύχια και με δόντια και να κερδίζουν την αναγνώριση και το θαυμασμό. Να γίνονται σύμβολα για όσους κιότευαν. Και την τραγούδησαν λόγιοι και ποιητές, την λάτρεψαν φίλοι και εχθροί και τη θαύμασε ο κόσμος όλος.
Σκέφτηκαν, σκέφτηκαν οι δυνατοί και βρήκαν τη λύση πώς ν’ αποκτήσουν τούτο δω τον τόπο, χωρίς να «χυθεί στάλα αίμα». Βρήκαν τα παλληκάρια που θα κάνα τη δουλειά τους, που θα θανατώναν τα παιδιά «της» αναίμακτα. Χωρίς σπαθιά κι ασπίδες, δίχως κανόνια και οβίδες.
Πρώτα έπρεπε «ύπουλα και υπόγεια» να χτυπήσουν τη γλώσσα, μετά τα πιστεύω, ν’ αλλοιώσουν το γενετικό ιστό και να καταλήξουν στον οικονομικό πόλεμο. Βρήκαν πολλούς συνεργάτες που ισχυρίζονταν και ισχυρίζονται πως είναι παιδιά «της». Έτσι, για να βοηθήσουν τάχα, άρχισαν να ροκανίζουν, σαν απαίσια τρωκτικά, τον ιστό αυτού του τόπου. Άρχισαν να ξεπουλάνε το βιος «της» και το βιος των παιδιών της, για να μην «πεινάσουν».
Και κάθεται Εκείνη στην πετρούλα της, εκεί απ’ όπου χρόνια πριν καμάρωνε για τα παιδιά της και τα βλέπει τώρα ν’ αδρανούν, να μαραζώνουν, να χάνονται «αναίμακτα». Και δε μιλά, μήτε τα παιδιά της, ούτε τα παιδιά των παιδιών της. Μόνο δακρύζουν. Και ενώνουν το δάκρυ τους με το νερό της βροχής, με το ρυάκι και το ποτάμι και χύνονται στην καταγάλανη θάλασσα.
Και πονά. Πονά, πονάει πολύ και περιμένει πότε θ’ ακούσει έστω ένα ψίθυρο για αρχή, που θα γίνει σταδιακά και ρυθμικά φωνή βροντερή, σαν εκείνο το «Μολών λαβέ» ή το άλλο, ΑΕΡΑ!
«Τι περιμένουν τα ευλογημένα; Γιατί έχουν παραδοθεί; Γιατί μοιάζουν με φοβισμένα κουτάβια; Πού πήγε η ρώμη, η γνώση και το θάρρος τους; Αυτά σας έμαθα, μωρέ; Και τι, πάλι θα κάνετε το κέφι των άλλων; Πάλι θα φαγωθείτε μεταξύ σας; Δε μάθατε από τα παθήματά σας; Τι δεν καταλαβαίνετε, μωρέ; Ξυπνήστε! Ενωθείτε όλοι μαζί και διώξτε αυτούς που σας έχουν καταντήσει έτσι. Διώξτε τους να πάνε στον αγύριστο…»
Προσπαθεί να τους φωνάξει Εκείνη, να τους ξυπνήσει από το λήθαργο, μα η φωνή δε βγαίνει, γιατί η δική της φωνή μπορεί να βγει μόνο από έναν ψίθυρο, έστω ένα τόσο δα ψίθυρο, που να φωνάξει: ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου