Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2014


Ο γέρος στο παράθυρο

Πόσα χρόνια… Πόσα όνειρα… Πόσοι αγώνες…
Και κατάφερες να «γεράσεις».
Χαρές και λύπες, δώρα και απαξιώσεις, γέλια και δάκρυα, επιτεύξεις και απογοητεύσεις, αγάπες και μνήμες, λησμονιές και θύμησες,
όλα εναλλάσσονταν όπως η ώρα τη μέρα, η μέρα τη νύχτα, η βδομάδα τον μήνα, ο μήνας τον χρόνο κι ο χρόνος τα χρόνια…
Και τώρα στέκεσαι εκεί, στο ξεχαρβαλωμένο, για τους άλλους, παράθυρο, μα για σένα κρύβει από όλους το κονάκι σου, τη ζωή σου, τον πόνο και την πίκρα σου. Πού πήγαν όλοι και σ’ αφήσανε μόνο; Πού πήγε η πατρογονική σου οικογένεια; Και η άλλη, που με τόσο πόνο και αίμα έστησες; Πού πήγαν τα παιδιά, που τα κρατούσες από το χέρι, το πνευματικό και μοναδικό εκείνο χέρι σου και με τα οποία περνοδιάβαινες τη ζωή με τη σοφία που κρύβουν τα νιάτα; Πού πήγαν όλοι εκείνοι που τους χάρισες απλόχερα τη φιλία σου; Πού είναι όλοι όσοι «ευεργετήθηκαν» από τη δοτικότητά σου;
Όλα αυτά τα έχεις κλειδαμπαρώσει μέσα στην καμαρούλα σου, την φτωχική για τους άλλους, μα τόσο πλούσια για σένα. Γεμάτη φωτογραφίες, γράμματα, αφιερώσεις, βιβλία και πάλι βιβλία, χαρτιά χειρόγραφα τακτοποιημένα σε φακέλους, καθένας με τη θεματολογία του, τακτοποιημένοι στο σεντούκι που χάσκει ορθάνοιχτο, έτοιμο να δεχθεί τα νέα σου γραφήματα, τις τόσο πολύτιμες σκέψεις σου για το πριν, το σήμερα, το αύριο. Λέξεις που παίρνουν σάρκα και οστά, εικόνες, γεύσεις και μυρωδιές. Κι όλα αυτά πίσω από τούτο το παράθυρο…
Το σκηνικό συμπληρώνει ένα κρεβάτι, ένα μικρό τραπέζι με δυο ξύλινες καρέκλες, την πολυθρόνα σου, μια μικρή κουζίνα κι ένα μικρό ψυγείο, ένα μικρό διάδρομο και μια μικρή τουαλέτα. Όλα μικρά, πεντακάθαρα και τακτοποιημένα. Ακόμη και οι ντενεκέδες που φιλοξενούν τους βασιλικούς σου. Και από πίσω η, επίσης, μικρή αυλή που βλέπει στη θάλασσα. Κι εκεί έχεις φυτέψει με τα δικά σου χέρια τις βελούδινες κόκκινες, σαν αίμα, τριανταφυλλιές με το μεθυστικό τους άρωμα και τον κήπο με τα «απαραίτητα» για τη «επαρκή» διατροφή σου… Κάπου εκεί, στη μέση, σχεδόν, στέκεται μια γηραλέα ελιά για «το λαδάκι» σου, όπως λες χρόνια τώρα. Κι ένα ξύλινο τραπέζι με δύο πάνινες πολυθρόνες, για ν’ αγναντεύεις τη θάλασσα, μήπως και σου φέρει κάποιον ή κάποια να μοιραστείς τις σκέψεις, την αγάπη, τον έρωτά σου για την ίδια τη ζωή…

Κρατήσου, γέρο μου, κρατήσου, αγαπημένε μου Δάσκαλε. Όπου να ’ναι φτάνω, να σου φιλήσω τα χέρια, να σου αφιερώσω το βραβείο μου, να σου αφιερώσω όλα όσα εσύ τόσο απλόχερα μου χάρισες!!! Κρατήσου κι έφτασα…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου