Ο ΦΟΡΟΣ ΤΙΜΗΣ
!9 Γενάρη 2014
!9 Γενάρη 2014
Ξεκινώντας ένα "αφιέρωμα" στα μαθητικά μου χρόνια,
πόσοι άλλοι έγραψαν, θυμήθηκαν
πόσοι άλλοι έγραψαν, θυμήθηκαν
κι έγινε ένα πανέμορφο "άλμπουμ" - κατά το Ελληνικότερο -
για κείνες τις εποχές, για κείνη τη χώρα που φιλοξένησε τους γονιούς
και κατ' επέκταση κι εμάς!!!
Νοιώθω τόσο ευγνώμων για την Αιθιοπία, τους Αιθίοπες, τους Δασκάλους,
Πράγματι, είναι ένα εκπληκτικό λεύκωμα κι ευχαριστώ από καρδιάς όσους, άθελά τους, συμμετείχαν στη δημιουργία του, παρόλο που ο πρόεδρος του Συλλόγου μας - Σύλλογος Ελλήνων Αιθιοπίας - είχε κάποιες αντιρρήσεις στο να δημοσιευτεί στο εφημεριδάκι μας...
Με την ευκαιρία των 100 φύλλων του εφημεριδακίου μας – συγχωρέστε μου την «ορθογραφία» - στο προηγούμενο τεύχος, θέλω ν’ αποθέσω τον ελάχιστο φόρο τιμής – όπως νομίζω πως θα το θέλατε οι περισσότεροι, αν όχι όλοι - στους ανθρώπους εκείνους που χρωστάω, όπως όλοι μας, αυτό που είμαι σήμερα. Έχετε όλο το δικαίωμα να συμφωνήσετε ή να διαφωνήσετε, να σχολιάστε και να προσθέσετε, όπως τότε, παιδιά ακόμα, κάναμε στα λευκώματα. Θυμάστε;
Και θα ξεκινήσω με τον Νικόλαο Δράκο, τον Γυμνασιάρχη και διευθυντή του Ελληνικού Σχολείου και οικοτροφείου της Αντίς Αμπέμπα. Εκείνο τον κοντούλη, πάντα καλοντυμένο και μοσχομυρισμένο μεσόκοπο, με το καπέλο που του σκέπαζε το κεφάλι ή το κρατούσε στα χέρια και νευρικά γύριζε το μπορ, που όσο μπόι του έλειπε, τόση φωνή είχε. «Μέντα, βίτσες!». Ξέρω, ξέρω, υπάρχουν κάποιοι, ελπίζω λίγοι, που του καταλογίζουν τα παιδικά τους τραύματα που κουβαλάνε μέχρι σήμερα. Ένα θέλω να πω σε κείνα τα τότε παιδιά, που σήμερα οι περισσότεροι είναι εξήντα φεύγα προς εβδομήντα έλα, για να μην πω και παραπάνω. Πώς να μην είναι αυστηρός και πολλές φορές άδικος, όταν ήταν υπόχρεος για 300 περίπου παιδιά και των δύο φύλλων; Εδώ, στο σπίτι μας, έχουμε 2 ή 3 παιδιά και δεν μπορούμε να τα ελέγξουμε και κάποιο είναι «αδικημένο». Χρειάστηκα κι εγώ να «δουλέψω» πολύ με τον εαυτό μου, για να μπορέσω να τον καταλάβω, όπως και τους περισσότερους εκπαιδευτικούς.
Σειρά έχει η Κυρία Βέρα Βαγγελάτου - χωρίς να ξεχάσω την κυρία Ουρανία ή την κυρία Σωτηρίου, και οι δύο είχαν την επίβλεψή μας για λίγα χρόνια, που η καθεμιά τους άφησε το δικό της στίγμα. Μια γυναίκα που η ευγένεια και η μόρφωσή της ξεπηδούσε από κάθε της μόριο, κάθε της κίνηση, κάθε κουβέντα. Πόσα της οφείλουμε εμείς τα κορίτσια του οικοτροφείου και περισσότερο εγώ. Όταν κάποτε έπεσα και χτύπησα στο κεφάλι, για μέρες, μόλις άνοιγα τα μάτια μου, εκείνη έβλεπα στο προσκέφαλό μου. Αυτός είναι και ο λόγος που, μεγαλώνοντας, την αποκαλούσα μαμά-Βέρα και τη θεωρώ τη δεύτερή μου μάνα. Σ’ αυτή τη γυναίκα οφείλω, επίσης, το ότι μπορώ να συνταιριάζω τις λέξεις και - όπως εκείνη πολύ χαρακτηριστικά έλεγε τόσο για τη ζωγραφική όσο και για τη συγγραφή της – να «μουντζουρώνω». Εκείνη με έσπρωξε στο να «παίζω» σοβαρά με τις λέξεις, τις εικόνες, τα συναισθήματα, τις έννοιες και τα νοήματα.
Η Κυρία Μπρόφα! Τι να μη θυμηθεί κάποιος απ’ αυτόν τον καλοσυνάτο άνθρωπο, που ήταν υπεύθυνη στην κουζίνα και όποτε, σε κάποιο από τα παιδιά, δεν άρεσε το φαγητό, είχε τη λύση στα κρυφά και πάντα με κείνο το τεράστιο χαμόγελο!!! Αναρωτιέμαι μέχρι σήμερα: Θύμωνε ποτέ αυτή η γυναίκα;
Σειρά έχει εκείνος που μας έμαθε, μέσα από τα μαθηματικά, να σκεφτόμαστε, όσο γίνεται, ορθολογιστικά: Ο Νικόλαος Γκίμης. Κι εκείνος, πάντα καλοντυμένος, μ’ ένα χαμόγελο, που χρειάστηκε χρόνια να καταλάβω ότι δεν ήταν ειρωνικό, αλλά συγκαταβατικό.
Να πάω στους φιλόλογους τώρα. Συγχωρήστε μου τη σειρά, είναι τελείως τυχαία. Σπύρος Χρονόπουλος ή αλλιώς, Θείος Πίπης. Πάντα με χιούμορ κι όταν κάποιος ήταν αδιάβαστος ή άτακτος, είχε στη γωνία του πέτου του μια καρφίτσα και μας τσιμπούσε το μπράτσο. Κανείς, ποτέ, όμως, δεν του το καταχώρησε αρνητικά. Αντίθετα, γελούσαμε. Ο Αλέξης Παπούλιας, που όποτε θέλαμε να «χάσουμε» μάθημα, είχαμε ανακαλύψει το κουμπί του: ζωγραφίζαμε στον πίνακα τη σβάστικα. Αυτό ήταν. Προσπαθούσε να μας δώσει να καταλάβουμε τα υπέρ της δημοκρατίας και τα κατά του φασισμού. Τότε νομίζαμε ότι χάναμε το μάθημα, αντίθετα, χρόνια μετά, κατάλαβα πόσο πιο ουσιαστικό ήταν αυτό το μάθημα, από το να βγάλουμε την ύλη. Η κυρία Πυρπηρή, με την οποία δεν είχα και πολύ αρμονικές σχέσεις, όχι προσωπικές, αλλά εξαιτίας του μαθήματός της, που ήταν η ιστορία και αρνιόμουν πεισματικά να θυμάμαι χρονολογίες και ονόματα, που αργότερα, επίσης, κατάλαβα πόσο σημαντικά ήταν. Την κυρία Τρουλινού δεν την πρόλαβα σαν εκπαιδευτικό, ήμουν ακόμη δημοτικό, αλλά έμενε κι εκείνη στο οικοτροφείο και τη θυμάμαι σαν όνειρο. Φιλόλογος και πολύ ήρεμος και αποδοτικός, θα έλεγα, και ο κύριος Χρυσάφης.
Και τώρα που είπα δημοτικό. Πώς να ξεχάσω τις αδελφές Λουκάκη, την Τάνια και τη Χρυσάνθη. Θυμάμαι περισσότερο την Τάνια που έπαιρνε στοργικά το χέρι των νηπίων και τα οδηγούσε στην τάξη ή στην παρέλαση. Τη δε Χρυσάνθη τη θυμάμαι περισσότερο στη χορωδία του Τσιλλίδη, που τέτοια ψαλμωδία δεν έχω ακούσει μέχρι σήμερα. Τι φωνή ήταν εκείνη ως τενόρος, στο Τροπάριο της Κασσιανής τη Μεγάλη Τρίτη, με τετραφωνική χορωδία!
Ο Αντώνης Γκίκας, εκείνος ο πανύψηλος άντρας με το ράθυμο βήμα, τις ράθυμες κινήσεις και το χαμόγελό του, που όταν μας το χάριζε, σαν να έλαμπε όλη η τάξη. Και το μάθημά του: Αγγλικά και ενίοτε και Φυσική. Ένας άλλος καθηγητής των Αγγλικών ήταν κι ο Bilford, τον οποίο δεν πρόλαβα, όπως και ο Κωνσταντίνος Παπαδάκης, που επίσης μας έκανε και Φυσικο-Χημεία. Ένα ανήσυχο πνεύμα, τον οποίο μέχρι σήμερα θυμάμαι με μεγάλη εκτίμηση.
Γυμναστές είχαμε τους Παπαγεωργίου, Παρθύμο και Καζάκο. Ο τελευταίος έφτασε το σχολείο μας να διακριθεί στους Παναιθιοπικούς αγώνες στίβου, αφού οι άλλοι δύο είχαν σπείρει το σπόρο.
Καθηγητής Φυσικο-Χημείας ήταν ο Ιορδάνης Παπαδόπουλος, ο οποίος – ας μου συγχωρέσει το σχόλιο – ήταν ροφάγος (για όσους δεν μπορούν να καταλάβουν τη λέξη, επιστημονικά λεγόταν ρωτακισμός) και λίγο νευρικούλης. Και μείς τα παλιόπαιδα δεν τον αφήναμε σε ησυχία. Μετά που έφυγε ήρθε στο σχολείο μας ο Μητσιάδης, με μία συμπεριφορά περίεργη και δε σχολιάζω τίποτα άλλο.
Πώς να μη θυμηθώ τον Σοφοκλή Μπινιάρη, που μας έκανε Θρησκευτικά. Αυτόν τον άνθρωπο που ήταν και το δεξί χέρι του Δράκου στο εξατάξιο γυμνάσιό μας και πάντα καλοπροαίρετος κι ας ήθελε να δείχνει φορές-φορές πως θύμωνε. Ποτέ δεν κατάφερε να μας κάνει να νοιώσουμε άβολα, να μας τρομάξει.
Τελευταίο αφήνω την πιο όμορφη, αξιαγάπητη και αξιοσέβαστη φιγούρα του σχολείου μας: Τον Κύριο Τατσιμπέλι. Ήταν ο άνθρωπος που μας μάθαινε γραφή και ανάγνωση της γλώσσας που ήδη γνωρίζαμε, σχεδόν, από τα γεννοφάσκια μας, μιας και ήταν η γλώσσα της χώρας που μας φιλοξενούσε: τα Αιθιοπικά. Τον θυμάμαι όταν θύμωνε κι «έχανε» τον αυτοέλεγχό του, να με τραβολογά από το θρανίο, που αρνιόμουν να αφήσω, να δαγκώνει τα κάτω χείλη του και – ας μου το συγχωρέσει που δε θυμάμαι – να λέει κάποια λέξη στα αιθιοπικά. Κι εμείς τι κάναμε; Γελούσαμε.
Σας ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΎΜΕ πολύ, όπου κι αν βρίσκεστε και να ξέρετε ότι σας οφείλουμε πολλά. Κι αν κάποιους έχω ξεχάσει, ευκαιρία, να μας τους θυμήσει κάποιος άλλος…